- ἐξευρίσκεται
- ἐξευρίσκωfind outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαφίσταμαι — Α 1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων 2. εξεγείρομαι πρωτύτερα 3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.) 4. εγκαταλείπω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»] … Dictionary of Greek